- ἀντώπιος
- ἀντώπιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek
ἀντώπιον — ἀντώπιος masc/fem acc sg ἀντώπιος neut nom/voc/acc sg ἀ̱ντώπιον , ἀντωπέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ντώπιον , ἀντωπέω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντωπέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀντωπέω imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντώπια — ἀντώπιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)